- ξάφρισμα
- το, -ατος1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξαφρίζω, αφαίρεση του αφρού.2. μτφ., υπεξαίρεση, κλοπή, κλέψιμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξάφρισμα — το [ξαφρίζω] 1. η αφαίρεση τού αφρού από το φαγητό 2. αφαίρεση αντικειμένων ή μέρους ξένης περιουσίας με δόλιο τρόπο … Dictionary of Greek
εξάφρισμα — και ξάφρισμα, το [εξαφρίζω] 1. εξάφριση 2. η ιδιοποίηση ξένων πραγμάτων με πονηρία και επιτηδειότητα … Dictionary of Greek
ζωμήρυσις — ζωμήρυσις, ἡ (Α) μεγάλο κουτάλι που χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική για τη συγκέντρωση και απόρριψη τών αφρών που εμφανίζονταν κατά τον βρασμό, ιδίως τού κρέατος, δηλ. για το ξάφρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + άρυσις < αρύω*«αντλώ υγρό» με έκταση… … Dictionary of Greek
ξαφριστήρας — και ξαφριστής, ο 1. διάτρητη κουτάλα που χρησιμοποιείται για το ξάφρισμα φαγητού 2. όργανο που μοιάζει με μεγάλη διάτρητη κουτάλα και χρησιμοποιείται για την αφαίρεση ξένων ουσιών από τον αφρό λειωμένου μετάλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαφρίζω + επίθημα… … Dictionary of Greek
τρυηλίς — ίδος, και δ.τ. τρύηλις, ήλιδος, ἡ, Α 1. εργαλείο κατάλληλο για ανακάτεμα, κουτάλα 2. (κατά τον Ησύχ.) (ο τ. τρυηλίς) «ζωμήρυσις». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνεια από το λατ. trulla (< truella, υποκορ. τού trua «κουτάλα για ξάφρισμα») και έχει… … Dictionary of Greek